μελαγχολώ — μελαγχολώ, μελαγχόλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μελαγχολώ — έω (ΑM μελαγχολώ, άω) [μελάγχολος] νεοελλ. 1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία 2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου νεοελλ. μσν. είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος μσν. εξοργίζομαι, αγανακτώ αρχ. κατέχομαι από μανία,… … Dictionary of Greek
μελαγχολώ — μελαγχόλησα 1. αμτβ., με πιάνει μελαγχολία: Όποτε σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια μελαγχολώ. 2. μτβ., προκαλώ σε κάποιον μελαγχολία: Μελαγχόλησα ακούγοντας τις πένθιμες καμπάνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχνιάζω — [καταχνιά] 1. σκυθρωπιάζω, γίνομαι κατηφής, μελαγχολώ («το πρόσωπό του καταχνιάζει») 2. (το γ εν. ως απρόσ.) καταχνιάζει απλώνεται ομίχλη, πέφτει καταχνιά … Dictionary of Greek
μαράζι — το 1. μαρασμός 2. φυματίωση, φθίση 3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά») 4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz] … Dictionary of Greek
μελαγχολούμαι — μελαγχολοῡμαι, όομαι (Α) [μελάγχολος] μελαγχολώ, πάσχω από μελαγχολία … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek